- ξώθυρα
- ηη εξώθυρα, η εξωτερική θύρα, είσοδος σε αυλόγυρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξώθυρα — η η εξώθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξώθυρα, με σίγηοη τού αρκτ. άτονου ε ] … Dictionary of Greek